- βασανισμοί
- βασανισμόςtorturemasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
μαρτύριο — το 1. μαρτυρία, απόδειξη, πειστήριο, βεβαίωση: Δεν είχε μαρτύρια για να αποδείξει την αλήθεια. 2. βασανιστήριο: Τράβηξε πολλά μαρτύρια στη φυλακή. 3. οι βασανισμοί των χριστιανών: Το μαρτύριο του αγίου Γεωργίου. 4. πόνος σωματικός ή ψυχικός,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)